- συμμορφωμένος
- η , ο1) сообразный, соответствующий (чему-л.), согласующийся (с чём-л.); 2) приведённый в порядок (о туалете); 3) см. συμμαζεμένος 2, 6
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμμορφώνομαι — συμμορφώνομαι, συμμορφώθηκα, συμμορφωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συμμορφώνω — συμμόρφωσα, συμμορφώθηκα, συμμορφωμένος 1. κάνω κάποιον σύμφωνο με κάτι, τον εναρμονίζω με κάτι: Δε συμμορφώθηκε προς τις υποδείξεις. 2. σωφρονίζω, κάνω κάποιον ευπειθή: Μόνο με το ξύλο θα τον συμμορφώσεις. 3. τακτοποιώ, ευπρεπίζω: Προσπάθησε να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)